Ζορέ, Ογκίστ Μαρί Ζοζέφ Ζαν — (Jean Joseph Marie Auguste Jaurès, Καστρ, Ταρν 1859 – Παρίσι 1914). Γάλλος πολιτικός. Βουλευτής το 1885 του νομού Ταρν, αναδείχθηκε εξαιρετικός ρήτορας, και σε αυτή την πρώτη φάση της πολιτικής του δραστηριότητας επέδειξε μετριοπαθείς αντιλήψεις … Dictionary of Greek
Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… … Dictionary of Greek
Ζακάρ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Jacquard, Λιόν 1752 – Ουλέν 1834). Γάλλος μηχανικός, εφευρέτης του ομώνυμου υφαντουργικού αργαλειού. Διδάχτηκε την υφαντική τέχνη στο οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν υφαντουργός) και το 1801 παρουσίασε στη… … Dictionary of Greek
Βιέν, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Vien, 1716 – 1809). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου Νατουάρ στο Παρίσι και το 1745 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το μεγάλο βραβείο της Ρώμης για τον πίνακά του Η πανούκλα στα χρόνια του βασιλιά Δαβίδ. Τo 1864… … Dictionary of Greek
Κεράρ, Ζοζέφ-Μαρί — (Joseph Marie Quérard, Ρεν 1797 – Παρίσι 1865). Γάλλος βιβλιογράφος. Ασχολήθηκε με τη βιβλιογραφική έρευνα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το κυριότερο έργο του είναι η Φιλολογική Γαλλία (1827), το οποίο αποτελείται από δέκα τόμους και περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
Λαγκράνζ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Lagrange, 1855 – 1938). Γάλλος θρησκευτικός συγγραφέας. Το 1879 έγινε δομινικανός καλόγερος και το 1890 του ανέθεσαν την οργάνωση της βιβλικής και θεολογικής σχολής στην Ιερουσαλήμ, όπου έζησε επί 45 χρόνια ως ηγούμενος της μονής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Λαφαγιέτ — I (Lafayette). Ονομασία δύο πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (56.400 κάτ. το 2000) στην πολιτεία της Ιντιάνα. Απέχει 104 χλμ. από την Ιντιανάπολις. Έχει πανεπιστήμιο εφαρμοσμένων επιστημών, σχολές φαρμακευτικής και οικιακής οικονομίας, ανθρακωρυχεία,… … Dictionary of Greek
Μποαρνέ — (Beauharnais). Οικογένεια Γάλλων ευγενών από την Ορλεάνη· ο κλάδος που εγκαταστάθηκε στη Μαρτινίκα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 1. Αλεξάντρ (Μαρτινίκα 1760 – Παρίσι 1794). Παντρεύτηκε το 1779 τη Μαρί Ζοζέφ Ροζ Τασέ… … Dictionary of Greek
Σενιέ — (Chenier). Επώνυμο δύο Γάλλων ποιητών. 1. Αντρέ (Κωνσταντινούπολη 1762 Παρίσι 1794). Γιος διπλωμάτη, σπούδασε στη Γαλλία, έπειτα ταξίδεψε στην Ελβετία και στην Ιταλία και έζησε τρία χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία ως γραμματέας πρεσβείας. Μετά την… … Dictionary of Greek